- φιλόπτωχος
- charitable
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιλόπτωχος — η, ο / φιλόπτωχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά και βοηθά τους φτωχούς νεοελλ. (για ίδρυμα) αυτός που αποβλέπει στην παροχή βοήθειας στους φτωχούς («φιλόπτωχο ταμείο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πτωχός (πρβλ. μισό πτωχος)] … Dictionary of Greek
φιλόπτωχος — η, ο βλ. φιλόφτωχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοπτωχία — ἡ, Α [φιλόπτωχος] η ιδιότητα τού φιλόπτωχου … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
ԱՂՔԱՏԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0046 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 9c, 10c ա. φιλόπτωχος pauperum amans Սիրօղ եւ խնամօղ աղքատաց. ախքըտի սէր՝ գութ ունեցօղ. *Որք միանգամ քրիստոսասէրք եւ աղքատասէրք էք. Ածաբ. աղք.: *Այդչափ աղքատասէր ես, եւ զաղքատս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φιλόφτωχος — φιλόφτωχος, η, ο και φιλόπτωχος, η, ο 1. αυτός που αγαπάει τους φτωχούς, που τους βοηθάει, φιλάνθρωπος: Τα δέματα μοίρασαν φιλόφτωχες κυρίες. 2. (για ιδρύματα), αυτός που υπάρχει για τους φτωχούς, που αποβλέπει στη βοήθειά τους: Φιλόπτωχη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)